- ολόκνημος
- ὁλόκνημος, -ον (Α)1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοιὁλομελεῑς».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + κνήμη (πρβλ. μονό-κνημος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλόκνημοι — ὁλόκνημος with the whole shin masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek